ἰσάκις

ἰσάκις
ἰσάκις
the same number of times
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ισάκις — (Α ἰσάκις) [ίσος] επίρρ. 1. ίσα, ίσες φορές («πολλάκις μέν, μὴ ἰσάκις δέ; ἢ καὶ ἰσάκις μέν», Στράβ.) 2. σε ίσα μέρη νεοελλ. (λογ.) ο τρίτος τρόπος τού κατηγορικού συλλογισμού τρίτου σχήματος, κατά τον οποίο η μείζων και το συμπέρασμα είναι μερικά …   Dictionary of Greek

  • ԶՈՒԳԻՑՍ — ( ) NBH 1 0750 Chronological Sequence: 6c մ. ἵσακις pariter ուստի Զուգիցս զոյգ. ἵσακις ἵσος pariter par որպէս թ. պառ պարապար. Հաւասարապէս, նոյնչափ. կրկնակի. կրկնակ. *Երեւեցուցանէ եւ զչորեքանկիւնին զչորրորդն՝ զուգիցս զոյգն (այսինքն երկիցս երկու).… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”